ισοκραής

ισοκραής
ἰσοκραής, -ές και ίσοκράς, ό, ἡ (Α)
(πιθ. γρφ. στον Ιπποκρ.) εξίσου αναμεμιγμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -κραής < θ. κρᾱτον κεράννυμι* (πρβλ. ευ-κραής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ισοκράς — ἰσοκράς, ό ἡ (Α) ισοκραής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κρας < θ. κρᾱ τού κεράννυμι* (πρβλ. ευ κράς, νεο κράς)] …   Dictionary of Greek

  • ισόκρατος — ἰσόκρατος, ον (Α) ισοκραής*, εξίσου αναμεμιγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κρατος (< θ. κρᾱ τού κεράνννμι*), πρβλ. κακό κρατος, νεό κρατος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”